- σιτηφάγος
- -ον, Αβλ. σιτοφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιτοφάγος — α, ο / σιτοφάγος, ον, ΝΑ, και σιτηφάγος, ον, Α αυτός που τρώει σιτάρι (α. «σιτοφάγα έντομα» β. «γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι», Ηρόδ.) αρχ. αυτός που τρέφεται με ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + φάγος*] … Dictionary of Greek